- ξενολόγιον
- ξενολόγιον, τὸ (Α) [ξενολόνος]στράτευμα από ξένους μισθοφόρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενολόγιον — army of mercenaries neut nom/voc/acc sg ξενολογέω enlist foreign troops imperf ind act 3rd pl (doric) ξενολογέω enlist foreign troops imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek